μηχανώμαι — (ΑΜ μηχανῶμαι, άομαι, Μ και μηχανοῡμαι, έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, άω) [μηχανή] 1. επινοώ, εφευρίσκω 2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι αρχ. 1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.) 2. επινοώ,… … Dictionary of Greek
υπομηχανώμαι — άομαι, Μ (αποθ.) μηχανώμαι κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μηχανῶμαι «επινοώ, τεχνάζομαι»] … Dictionary of Greek
αμηχάνευτος — I η, ο (Α ἀμηχάνητος, ον) [μηχανῶμαι] νεοελλ. ο αμηχάνευτος αρχ. αυτός που με κανένα τρόπο δεν επιτυγχάνεται, ακατόρθωτος, δύσκολος. II η, ο [μηχανεύομαι] 1. αυτός που δεν τόν επεξεργάστηκαν με μηχανή ή δεν είναι δεκτικός μηχανικής επεξεργασίας 2 … Dictionary of Greek
αρχιμηχανητής — ἀρχιμηχανητής, ο (Μ) ο πρώτος μηχανορράφος, δηλαδή ο παμπόνηρος, ο πανουργότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηχανητής < μηχανώμαι] … Dictionary of Greek
διαβουλεύομαι — (AM διαβουλεύομαι) 1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες 2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι 3. μηχανώμαι, ραδιουργώ αρχ. 1. διαβουλεύω διανύω την περίοδο τής βουλευτικής μου θητείας 2. διαβουλεύομαι α) εξετάζω λεπτομερώς β) αποφασίζω … Dictionary of Greek
διαμηχανώμαι — διαμηχανῶμαι ( άομαι) [μηχανώμαι] επινοώ, εφευρίσκω … Dictionary of Greek
επιμηχανώμαι — ἐπιμηχανῶμαι, άομαι (Α) 1. επινοώ τεχνάσματα, παίρνω προφυλάξεις εναντίον κάποιου («καινὸν ἄλλο τι δεινὸν ἐπιμεμηχάνηται τῇ κακοδαίμονι») 2. μηχανεύομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηχανώμαι «κατασκευάζω, επινοώ» (< μηχανή «επινόημα,… … Dictionary of Greek
ευμηχάνημα — εὐμηχάνημα, τὸ (Α) ευφυές επινόημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μηχάνημα (< μηχανώμαι)] … Dictionary of Greek
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek
μέδω — (Α) 1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. (το μέσ.) μέδομαι α) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτι β) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ. γ) μηχανώμαι… … Dictionary of Greek